Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση επηρέασε σε σημαντικό βαθμό την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στην Κύπρο, με αποτέλεσμα το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων να ανέλθει περί το τέλος του 2016 σε επίπεδο πολλαπλάσιο από αυτό του ΑΕΠ της Κύπρου.
Στην προσπάθειά τους να περιορίσουν τους κινδύνους που σχετίζονται με μη εξυπηρετούμενα δάνεια στον ισολογισμό τους, τα τραπεζικά ιδρύματα της Κύπρου προχώρησαν σε πωλήσεις μεγάλων πακέτων μη εξυπηρετούμενων δανείων σε εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων. Περαιτέρω, εκχώρησαν τη διαχείριση μεγάλου μέρους των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους, καθώς και των συσχετιζόμενων με αυτά ακινήτων, σε εταιρείες που εξειδικεύονται στην παροχή υπηρεσιών διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Οι πιο πάνω συναλλαγές δύνανται να προκαλέσουν μόνιμη αλλαγή στον έλεγχο της ιδιοκτησίας ή/και διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να προκαλείται συγκέντρωση σύμφωνα με τον περί Ελέγχου Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμο, Νόμος 83(Ι)/2014 (στο εξής: Νόμος 83(Ι)/2014). Επιπλέον, λόγω της μεγάλης αξίας των πακέτων μη εξυπηρετούμενων δανείων που εξαγοράστηκαν ή/και των οποίων εκχωρήθηκε η διαχείριση προέκυψαν συγκεντρώσεις μείζονος σημασίας, οι οποίες κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (στο εξής: ΕΠΑ), προκειμένου να αξιολογηθεί η συμβατότητά τους με τον ανταγωνισμό στην αγορά.
Από τη μελέτη των σχετικών αποφάσεων που εξέδωσε τα τελευταία χρόνια η ΕΠΑ, διαπιστώνονται ορισμένες ιδιαιτερότητες που σχετίζονται με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και τις υπηρεσίες διαχείρισης αυτών. Πιο συγκεκριμένα, οι ιδιαιτερότητες αυτές συνδέονται με τα ακόλουθα:
-
Κατά πόσον υπάρχει μόνιμη μεταβολή ελέγχου από την ανάληψη της διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να δημιουργείται συγκέντρωση.
-
Πώς υπολογίζεται ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιείται από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ώστε να διαπιστωθεί εάν η συγκέντρωση είναι μείζονος σημασίας και επομένως πρέπει να κοινοποιηθεί ενώπιον της ΕΠΑ.
-
Πώς ορίζονται οι σχετικές αγορές και στη βάση ποιων στοιχείων γίνεται η εκτίμηση των μεριδίων αγοράς, ώστε να μπορεί να αναλυθεί η επίδραση της συγκέντρωσης στην δομή της αγοράς και την ανταγωνιστική ένταση.
Έννοια συγκέντρωσης
Σύμφωνα με τον Νόμο 83(Ι)/2014 (άρθρο 6) συγκέντρωση πραγματοποιείται όταν μία συναλλαγή ή/και αλληλένδετες συναλλαγές προκαλούν μόνιμη μεταβολή του ελέγχου επιχείρησης, τμήματος επιχείρησης ή στοιχείου ενεργητικού μίας επιχείρησης. Συναφώς, συγκέντρωση μπορεί να προκύψει από συναλλαγές εξαγοράς, αγοράς τίτλων ή στοιχείων ενεργητικού, με σύμβαση ή και άλλο τρόπο. Περαιτέρω, συγκέντρωση προκύπτει και στην περίπτωση δημιουργίας κοινής επιχείρησης η οποία εκπληρώνει σε μόνιμη βάση όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής οντότητας.
Συγκέντρωση μείζονος σημασίας
Σύμφωνα με τον Νόμο 83(Ι)/2014 όλες οι συγκεντρώσεις μείζονος σημασίας πρέπει υποχρεωτικά, προτού τεθούν σε εφαρμογή, να κοινοποιηθούν ενώπιον της ΕΠΑ, προκειμένου να αξιολογηθεί η συμβατότητά τους με τον ανταγωνισμό στην αγορά. Πιο συγκεκριμένα, ο Νόμος 83(Ι)/2014 (άρθρο 3) ορίζει ότι μια συγκέντρωση είναι μείζονος σημασίας όταν ικανοποιούνται σωρευτικά οι ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις:
-
Ο συνολικός κύκλος εργασιών που πραγματοποιούν δύο τουλάχιστον από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις υπερβαίνει, αναφορικά με κάθε μία από αυτές, τα 3,5 εκ. Ευρώ.
-
Τουλάχιστον δύο από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις πραγματοποιούν κύκλο εργασιών εντός της Δημοκρατίας.
-
Τουλάχιστον 3,5 εκ. Ευρώ από το σύνολο του κύκλου εργασιών όλων των συμμετεχουσών επιχειρήσεων πραγματοποιείται εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Συναφώς, προκειμένου μια εξαγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων ή/και η ανάθεση της διαχείρισης αυτών σε μία τρίτη εταιρεία η οποία διατηρεί αυξημένα δικαιώματα λήψης αποφάσεων σε σχέση με την διαχείριση των εν λόγω δανείων να χαρακτηριστούν συγκεντρώσεις μείζονος σημασίας, θα πρέπει ο κύκλος εργασιών που προκύπτει να υπερβαίνει τα 3,5 εκ. Ευρώ.
Σημειώνεται ότι ο κύκλος εργασιών περιλαμβάνει τα ποσά που απορρέουν από την πώληση προϊόντων και την παροχή υπηρεσιών από τις συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια του τελευταίου οικονομικού έτους και αντιστοιχούν στις συνήθεις δραστηριότητές τους, αφού αφαιρεθούν οι εκπτώσεις επί των πωλήσεων, ο φόρος προστιθέμενης αξίας και άλλοι φόροι που συνδέονται άμεσα με τον κύκλο εργασιών.
Στην περίπτωση που η συγκέντρωση πραγματοποιείται με την απόκτηση τμημάτων μίας ή περισσότερων επιχειρήσεων, ασχέτως αν αυτά τα τμήματα έχουν ή όχι νομική προσωπικότητα, υπολογίζεται μόνο ο κύκλος εργασιών που αφορά τα εκχωρούμενα τμήματα. Είναι σημαντικό να παρατηρηθεί ότι η συγκεκριμένη πρόνοια βρίσκει εφαρμογή στην περίπτωση εξαγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων που προηγουμένως διαχειρίζονταν εσωτερικά τα τραπεζικά ιδρύματα. Όπως προκύπτει από την εν λόγω πρόνοια, σε αυτή τηνπερίπτωση λαμβάνεται υπόψη ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιείται από το υπό αναφορά χαρτοφυλάκιο μη εξυπηρετούμενων δανείων, που αποτελεί και το αντικείμενο της συγκέντρωσης, και όχι ο συνολικός κύκλος εργασιών του τραπεζικού ιδρύματος.
Αναφορικά με το ζήτημα του υπολογισμού του κύκλου εργασιών που πραγματοποιείται από μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι σε σχετικές αποφάσεις της, η ΕΠΑ έκρινε ότι ο εν λόγω υπολογισμός μπορεί να βασιστεί στα έσοδα από τόκους που χρεώνουν τα τραπεζικά ιδρύματα στους δανειολήπτες των υπό αναφορά μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ορισμός σχετικών αγορών
Σε μια σειρά από πρόσφατες αποφάσεις της, η ΕΠΑ καθόρισε ως σχετικές αγορές τις ακόλουθες:
α) Αγορά της κατοχής χαρτοφυλακίου μη εξυπηρετούμενων δανείων (ενδεικτικά βλ. Αποφάσεις ΕΠΑ με αριθμό 54/20201, 60/2018).
β) Αγορά της διαχείρισης και ανάκτησης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ενδεικτικά βλ. Αποφάσεις ΕΠΑ με αριθμό 19/2017, 8/2018, 33/2018).
γ) Αγορά της διαχείρισης ακινήτων που προκύπτουν από τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων (γνωστά και ως «REO») (ενδεικτικά βλ. Αποφάσεις ΕΠΑ με αριθμό 19/2017, 8/2018, 33/2018, 60/2018,12/2020, 54/2020).
Ως σχετική γεωγραφική αγορά καθορίστηκε η επικράτεια της Κύπρου, δηλαδή η περιοχή εντός της οποίας παρέχονται οι πιο πάνω υπηρεσίες.
Θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο πιο πάνω ορισμός των σχετικών αγορών είναι σε μεγάλο βαθμό συνεπής με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην υπόθεση COMP/M.8888 Apollo Management / Cyprus Corporative Bank / Altamira Cyprus. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην εν λόγω απόφασή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε διαχωρίσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που διαχειρίζονται εσωτερικά τα τραπεζικά ιδρύματα και αυτά που διαχειρίζονται εταιρείες διαχείρισης πιστώσεων ή και ευρύτερα εταιρείες παροχής υπηρεσιών που σχετίζονται με την διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αυτή η διάκριση δεν γίνεται στις αποφάσεις της ΕΠΑ.
Εκτίμηση μεριδίων αγοράς
Η εκτίμηση των μεριδίων αγοράς, και κατ’ επέκταση του δείκτη συγκέντρωσης ΗΗΙ και Δέλτα HHI, βασίζεται στον κύκλο εργασιών των ανταγωνιστών στη σχετική αγορά. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ο κύκλος εργασιών για μη εξυπηρετούμενα δάνεια υπολογίζεται βάσει των τόκων που επιβάλλονται στους δανειολήπτες των εν λόγω δανείων. Εντούτοις, επειδή συνήθως δεν υπάρχουν δημόσια προσβάσιμα στοιχεία σε σχέση με το ύψος των τόκων από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζικών ιδρυμάτων ή/και των εταιρειών εξαγοράς / διαχείρισης πιστώσεων, για την εκτίμηση των μεριδίων αγοράς χρησιμοποιείται η ονομαστική αξία των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως δημόσια διαθέσιμα μέσω ανακοινώσεων, δελτίων τύπου καθώς και των ελεγμένων οικονομικών καταστάσεων των τραπεζικών ιδρυμάτων ή/και εταιρειών διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επίσης, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δημοσιεύει συγκεντρωτικά στοιχεία σε σχέση με το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία είναι δημόσια προσβάσιμα.
Η πιο πάνω προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει σε αξιόπιστη εκτίμηση της θέσης των ανταγωνιστών στη σχετική αγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων (είτε ιδιοκτησίας είτε διαχείρισης) λόγω του υψηλού βαθμού συσχέτισης που υπάρχει μεταξύ της ονομαστικής αξίας των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των εσόδων που προκύπτουν από τόκους που επιβάλλονται στους δανειολήπτες των εν λόγω δανείων.
Την πιο πάνω προσέγγιση φαίνεται να έχει υιοθετήσει και η ΕΠΑ σε πρόσφατες αποφάσεις της (ενδεικτικά βλ. Αποφάσεις ΕΠΑ με αριθμό 19/2017, 33/2018, 12/2020, 54/2020) στις οποίες κατέγραψε την εκτίμηση των μεριδίων αγοράς στην αγορά κατοχής μη εξυπηρετούμενων δανείων και την αγορά της διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων βάσει στοιχείων σε σχέση με την ονομαστική αξία των εν λόγω δανείων.
Παρόμοιες δυσχέρειες λόγω της απουσίας δημόσια διαθέσιμων στοιχείων υπάρχουν και σε σχέση με την εκτίμηση των μεριδίων αγοράς των ανταγωνιστών στην αγορά της διαχείρισης ακινήτων που προκύπτουν από διαδικασίες ανταλλαγής χρέους (μη εξυπηρετούμενων δανείων με ακίνητα). Η πρακτική που φαίνεται να έχει ακολουθήσει η ΕΠΑ σε σχέση με το ζήτημα αυτό βασίζεται σε εκτιμήσεις της συνολικής αξίας των ακινήτων στην Κύπρο (βάσει εκτιμήσεων του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας) ή/και της συνολικής αξίας των ακινήτων που αποτέλεσαν αντικείμενο αγοραπωλησίας κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, η σχετικά μικρή αξία ακινήτων που προέκυψε μέσω διαδικασιών ανταλλαγής χρέους με ακίνητα τα οποία εξαγοράστηκαν μαζί με χαρτοφυλάκια μη εξυπηρετούμενων δανείων, σε σχέση με τις πιο πάνω εκτιμήσεις, κατέστησε αχρείαστη την πλήρη ανάλυση των μεριδίων αγοράς όλων των συμμετεχόντων στη σχετική αγορά διαχείρισης ακινήτων που προκύπτουν από διαδικασίες ανταλλαγής χρέους με ακίνητα.
Κατάληξη
Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, είναι κρίσιμο να παρατηρηθεί ότι ο Νόμος 83(Ι)/2014 εφαρμόζεται υπό προϋποθέσεις στις περιπτώσεις εξαγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων καθώς και τις περιπτώσεις εκχώρησης της διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων. Τα κρίσιμα στοιχεία που πρέπει να διερευνηθούν για το σκοπό αυτό είναι κατά πόσον υπάρχει μόνιμη μεταβολή στον έλεγχο των μη εξυπηρετούμενων δανείων καθώς και το ύψος των τόκων που έχουν επιβληθεί στους δανειολήπτες των εν λόγω δανείων.
Ο τρόπος ορισμού των σχετικών αγορών σε συνδυασμό με την προσέγγιση εκτίμησης των μεριδίων αγοράς των ανταγωνιστικών επιχειρήσεων που έχει εφαρμοσθεί από την ΕΠΑ μέχρι σήμερα φαίνεται να διασφαλίζει την έγκυρη εκτίμηση των ανταγωνιστικών επιδράσεων ως αποτέλεσμα της εξαγοράς ή/και της ανάληψης της διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων.